Η Ηλεκτρική οδήγηση

Η Ηλεκτρική οδήγηση

Οι πρώτες προσπάθειες, για να βρεθεί εναλλακτική λύση για τον κινητήρα εσωτερικής καύσεως, ως πηγής ισχύος για το αυτοκίνητο, ενέπλεκαν ηλεκτρικούς κινητήρες. Η Motorfahrzeug- und Motorenfabrik Berlin-Marienfelde, ο πρόδρομος τού εργοστασίου τής Daimler Marienfelde, παρουσίασε το πρώτο της ηλεκτρικό όχημα τού 1898. Συνέταιρος στο πρόγραμμα ήταν η Ηλεκτρική Εταιρεία Columbia στο Connecticut τής Αμερικής, η οποία συνέχισε να κατασκευάζει ηλεκτρικά αυτοκίνητα μέχρι το 1918. Η συμφωνία τής άδειας με το εργοστάσιο τού Βερολίνου, το οποίο εμφανίστηκε υπό την εταιρεία Altmann & Cie GmbH, υπογράφηκε το 1897.

Το 1899, η Motorfahrzeug- und Motorenfabrik Berlin- Marienfelde προσέφερε τέσσερα διαφορετικά αυτοκίνητα, βασισμένα στην Αμερικάνικη πατέντα. Ο κινητήρας, τού οποίου η μπαταρία ενσωματώθηκε στο αμάξωμα τού αυτοκινήτου, μετέδιδε την ισχύ μιας οδήγησης οδοντωτού τροχού. Το μοντέλο “Electric Demi-chaise” ζύγιζε 1.800 Kg , είχε αυτονομία 40 Km, κατανάλωνε 0.34 kWh/Km, μπορούσε να ανέβει σε δρόμους με κλίση μέχρι και 7% και στοίχιζε 9.300 μάρκα.

Ο κατασκευαστής επαίνεσε το αυτοκίνητο ότι ήταν ιδιαιτέρως προσαρμοσμένο για την πόλη: “Ενώ τα αυτοκίνητα που κινούνταν με βενζίνη, ατμό και άλλα”, παρουσιάζονταν ως ο δυνατός, εμπορικός, μέσης τάξεως τύπος οχήματος, κατασκευασμένα για να αντιστέκονται σε επαναλαμβανόμενες, δυνατές δονήσεις, για να μεταφέρουν βαριά φορτία, για να καλύπτουν μεγάλες αποστάσεις σε αγροτικούς δρόμους με σχετικά καλές επιφάνειες. Τα ηλεκτρικά οχήματα εν τούτοις εκπληρώνουν την πιο εκλεπτυσμένη λειτουργία τού άοσμου και ήσυχου ταξιδιού στους πολυσύχναστους δρόμους τής πόλης, πιο ευχάριστα, βολικότερα και ταχύτερα απ’ ό,τι θα μπορούσαν να επιτύχουν ένα άλογο ή μια άμαξα.

Παρ’ όλα αυτά, το σύστημα ηλεκτροκίνησης τής Columbia Electric δεν ήταν ικανό να συγχρονιστεί με την ραγδαία εξέλιξη τού κινητήρα εσωτερικής καύσεως. Η παραγωγή στην Berlin-Marienfelde διακόπηκε το1902 και την ίδια χρονιά, με απόφαση που πάρθηκε στις 16 Αυγούστου, η Daimler-Motoren-Gessellschaft συγχωνεύτηκε με την Motorfahrzeug-und Motorenfabrik Berlin-Marienfelde.

Η πρώτη Mercedes με ηλεκτρική οδήγηση παράχθηκε μετά από πέντε χρόνια στην Βιέννη. Το 1907 η Allgemeine Automobil-Zeitung έγραφε: “Οι αναγνώστες μας γνωρίζουν ότι η εταιρεία τής Mercedes παράγει τώρα πια και ηλεκτροκινητικά οχήματα, τα οποία βασίζονται στο σύστημα Lohner-Porsche, αδιαμφισβήτητα το καλύτερα σύστημα στον κόσμο”. Το Mercedes Electrique χρησιμοποιήθηκε συγκεκριμένα ως πυροσβεστικό όχημα και λεωφορείο. Τα πλεονεκτήματά του ήταν ότι ήταν πάντα ταχύτατο στο ξεκίνημα και σχετικά φθηνό για συντήρηση, διότι η χρήση των ηλεκτρικών  εξάλειψε μηχανικά εξαρτήματα για μεταφορά ισχύος, όπως το κιβώτιο ταχυτήτων, ο συμπλέκτης ή οι αλυσίδες.

Το εγχειρίδιο τού κατόχου επαινεί αντίστοιχα το σύστημα τού Mercedes Electrique: “Συνεπώς, το ηλεκτρικό Daimler είναι τρομερά οικονομικό στον χειρισμό και έχει εγγύηση τής μεγαλύτερης αξιοπιστίας. Επιπλέον, έχει τις μικρότερες απαίτησης προς συντήρηση και ο χειρισμός είναι τόσο εύκολος που μπορούν να τον μάθουν πολύ γρήγορα ακόμη κι αυτοί που δεν είναι ειδικοί, όπως οι αμαξηλάτες”. Το μειονέκτημα τού συστήματος ήταν κυρίως το μικρό του φάσμα και το υψηλό βάρος τού συνόλου των μπαταριών. Η πυροσβεστική τού Βερολίνου αποφάσισε υπέρ των μοντέρνων ηλεκτρικών οχημάτων, όταν προστέθηκε μια καινούρια ομάδα συσκευών απόσβεσης τής φωτιάς, προς λειτουργία, το 1908 ( βενζινοκίνητο πυροσβεστικό, πυροσβεστικό με ατμό, φορτηγό με σκάλα και βυτίο). Αλλά για αποστολές στην περιοχή γύρω από το Βερολίνο, η πυροσβεστική παρήγγειλε μια δεύτερη σειρά οχημάτων που κινούταν με ατμό λόγω τού μικρού φάσματος των ηλεκτρικών οχημάτων.

Η πρώτη ιδέα για ένα μοντέρνο, ηλεκτρικό φορτηγό, που βαπτίστηκε LE 306, δημιουργήθηκε στην Mercedes-Benz, το 1972. Ο κινητήρας ανέπτυξε 31kW, το όχημα είχε ανώτατη ταχύτητα 70km/h και αυτονομία 65 Km. Τρία οχήματα κατασκευάστηκαν αρχικώς και  χρησιμοποιήθηκαν για πειραματικούς σκοπούς. Στα επόμενα χρόνια ένα σύνολο 89 ηλεκτρικών φορτηγών κάλυπτε περίπου 2.9 εκατομμύρια χιλιόμετρα στις δοκιμές. Τα πρώτα συμπεράσματα, το Νοέμβριο του 1975, συνιστούσαν το σύστημα για οχήματα κατανομής μικρής ακτίνας, που ταξίδευαν λιγότερο από 100 Km την ημέρα. Για μεγαλύτερες αποστάσεις, σχεδιάστηκε ένα σειριακό, υβριδικό σύστημα οδήγησης με μια μηχανή diesel ως πηγή ισχύος. Σε ευαίσθητες περιοχές, όπως τα αστικά κέντρα, το υβριδικό φορτηγό θα μπορούσε τότε να οδηγηθεί από μπαταρίες μολύβδου.

Ένα πείραμα ευρείας κλίμακας, με 22 φορτηγά, τού Ταχυδρομείου τής Γερμανίας στην Βόννη, επέδειξε το 1983, ότι τα καθαρώς ηλεκτρικά φορτηγά ανεβάζουν περίπου στο διπλάσιο το κόστος ενέργειας των οχημάτων από αυτά με μηχανή diesel. Παρ’ όλα αυτά, σε ορισμένες χρηστικές περιοχές, οι τοπικές μηδενικές εκπομπές επανορθώνουν για το υψηλό κόστος. Και επειδή η τεχνολογία τής μπαταρίας σταδιακά βελτιώθηκε, φέρνοντας στην επιφάνεια μικρότερους και αποτελεσματικότερους συσσωρευτές, η Mercedes-Benz προώθησε στην αγορά τα πρώτα ηλεκτρικά φορτηγά, το 1988. Τα φορτηγά ηλεκτρικού ρεύματος είναι τα 308 E Sprinter και Vito 109 E.

Τα πειράματα με ηλεκτρικούς κινητήρες συνεχίστηκαν. Το 1993 σχεδιάστηκε ένα C-Class βασισμένο πρωτότυπα σε ένα σύγχρονο ηλεκτρικό κινητήρα, ως κινητήρια δύναμη. Οι μπαταρίες ZEBRA, υψηλής ενέργειας, από την AEG, έδωσαν στο υβριδικό αυτοκίνητο μια ακτίνα αυτονομίας 120 Km. Τα επόμενα χρόνια, πειραματικά οχήματα με μπαταρίες ZEBRA υψηλής ενέργειας, εμφανίστηκαν βάσει τού φορτηγού Vito 108 E (600 Kg ωφέλιμο φορτίο, ακτίνα αυτονομίας ανάμεσα στα 110 και 175 Km) και του A-Class (ακτίνα 160 μέχρι 200 Km, με μια ηλεκτρονική, ελεγχόμενη, μέγιστη ταχύτητα των 130km/h).

1982- Υβριδικά, ως εναλλακτική λύση στο Ηλεκτρικό αυτοκίνητο

Συνεχή πειράματα με καθαρά ηλεκτρικούς μηχανισμούς, για επιβατικά αυτοκίνητα έδειξαν ότι η ακτίνα λειτουργίας ήταν αρκετά μικρή εξαιτίας τής χαμηλής πυκνότητας τής ενέργειας των μπαταριών. Έτσι, το 1982 ένα υβριδικό αυτοκίνητο, που εμφάνιζε ένα σειριακό, υβριδικό σύστημα οδήγησης και εμπρόσθια κίνηση μέσω μαγνητικο-ηλεκτρικών διεγερμένων κινητήρων, παρουσιάστηκε από την Mercedes-Benz. Υβριδικά συστήματα οδήγησης στα Sedan τής C-Class, τής δεκαετίας τού 1990 παρουσίασαν πρόσθετα βήματα στην ανάπτυξη. Σ’ αυτά τα αυτοκίνητα οι μηχανικοί εφάρμοσαν την αρχή τής παράλληλης υβριδικής οδήγησης (μηχανή diesel 55kW και ηλεκτρικός κινητήρας 20kW) και τής σειριακής υβριδικής οδήγησης.